- αντιφώνηση
- (Νομ.). Όρος του ρωμαϊκού δικαίου. Σημαίνει την υπόσχεση του οφειλέτη (ή ενός τρίτου που ενεργεί για χάρη του οφειλέτη) προς τον δανειστή ότι θα εκπληρώσει την παροχή που του οφείλει. Η υπόσχεση αυτή δεν καταργεί την ενοχή που προϋπάρχει, αλλά περιέχει είτε αναγνώρισή της είτε απλή επιβεβαίωσή της με πρακτικές συνέπειες, όπως τη διακοπή της παραγραφής.
* * *η (Μ ἀντιφώνησις)απάντηση σε προσφώνηση.
Dictionary of Greek. 2013.